Του Θεόδωρου Κουτρούκη

Πρόσφατα είδαν το φως της δημοσιότητας τα κυβερνητικά σχέδια για τις επερχόμενες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Οι βασικοί πυλώνες της κυοφορούμενης μεταρρύθμισης είναι δύο: η επαναφορά του θεσμικού πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η σταδιακή αποκατάσταση του κατώτατου μισθού/ημερομισθίου, όπως ίσχυαν πριν το Μνημόνιο.

Την τελευταία πενταετία η χώρα μας δε βίωσε μόνο μια μεγάλη ύφεση και τη συνακόλουθη μείωση του εργατικού εισοδήματος. Παράλληλα επέλεξε –ως μη όφειλε– την εγκατάλειψη του διαλόγου των κοινωνικών εταίρων ως θεμελιώδες εργαλείο στην ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, εγκαταλείποντας ασμένως μια εικοσαετή παράδοση ευθυγράμμισης με τις αρχές της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η τριμερής συνεργασία στη χάραξη της οικονομικής, κοινωνικής κι εργατικής πολιτικής, η παραχώρηση ευρείας συλλογικής αυτονομίας στις εργοδοτικές κι εργατικές οργανώσεις και ο σεβασμός των συνδικαλιστικών ελευθεριών αποτέλεσαν τον πυρήνα αυτής της παράδοσης, που είχαν σεβαστεί όλες οι ποικιλόχρωμες κυβερνήσεις.

Ωστόσο, μετά το 2010 όλα αυτά εγκαταλείφθηκαν χάρην μιας ασαφούς προσπάθειας για την υπεράσπιση της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ΟΝΕ, με πολιτικές που, ωστόσο, αντιστρατεύονταν τις θεμελιώδεις αξίες του ευρωπαϊκού οράματος.

Η καινούρια νομοθετική πρωτοβουλία διαθέτει αναμφίβολα ισχυρό ηθικό και πολιτικό έρεισμα. Ο νόμος 1876/90 είχε υιοθετηθεί από την Οικουμενική Κυβέρνηση Ζολώτα και διέθετε την καθολική σχεδόν αποδοχή των βασικών πολιτικών δυνάμεων της εποχής αλλά και των επαγγελματικών οργανώσεων. Η κατάργησή του με μονομερή υπουργική απόφαση ήταν ένα ολίσθημα που πρέπει να αποκατασταθεί με ένα νομοθέτημα ευρείας πολιτικής συναίνεσης, χωρίς βέβαια να αποκλείονται ορισμένες επιμέρους επικαιροποιήσεις του νόμου 1876/90. Κρίσιμο σημείο του νέου νόμου θα πρέπει να είναι η επαναθεμελίωση του θεσμού της διαιτησίας στην πρότερη κατάσταση (με δυνατότητα κοινής αλλά και μονομερούς προσφυγής), επιλογή που -σύμφωνα και με την σχετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας- θα αποκαθιστά τη συνταγματική τάξη στο εθνικό σύστημα εργασιακών σχέσεων.

Από την άλλη πλευρά, η επαναφορά του κατώτατου μισθού/ημερομισθίου θα πρέπει να γίνει αντικείμενο προσεκτικού χειρισμού, καθώς δε θα πρέπει να συνδεθεί με μια επαναφορά της δυνατότητας της εκάστοτε κυβέρνησης να καθορίζει τα κατώτατα όρια αποδοχών. ΟΙ ελάχιστες αμοιβές θα πρέπει να παραμείνουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων. Για το λόγο αυτό θα ήταν σκόπιμο το επερχόμενο νομοσχέδιο απλά να καταργεί την Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου Νο 6 του 2012 (όπως ισχύει σήμερα), που μείωσε τις αποδοχές των συλλογικών συμβάσεων από 22 έως 32%, ενώ η νέα ρύθμιση θα πρέπει να ισχύσει σταδιακά και να υιοθετεί την αρχή της επικουρικότητας. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να δοθεί η ευχέρεια στις εργατικές και εργοδοτικές οργανώσεις να συμφωνήσουν με Συλλογική Σύμβαση τις νέες αμοιβές, που θα ισχύσουν στο αντίστοιχο πεδίο εφαρμογής (κλάδο, επάγγελμα κ.λπ.) και το ρυθμό αναπροσαρμογής. Στην περίπτωση που τα μέρη δεν καταφέρουν να συμφωνήσουν σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, τότε να ισχύσει το χρονοδιάγραμμα τροποποίησης των μισθών που θα προβλέπει ο νόμος. Με αυτό τον τρόπο ο κοινωνικός διάλογος εργοδοτών κι εργαζομένων θα βρεθεί και πάλι στο προσκήνιο της αγοράς εργασίας, ο ρόλος του κράτους θα παραμείνει επικουρικός και η κυβέρνηση θα υπερασπιστεί αποτελεσματικά το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο στις εργασιακές σχέσεις.


* Ο κ. Θεόδωρος Κουτρούκης είναι Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Θράκης


Πηγή:www.capital.gr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top